- ανόπλουρα
- Έντομα στα οποία υπάγονται οι κοινώς αποκαλούμενες ψείρες, παράσιτα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών, των οποίων απομυζούν το αίμα. Εξαιτίας της προσαρμογής τους στην παρασιτική ζωή δεν έχουν φτερά, ούτε υπόκεινται μεταμορφώσεις. Τα στοματικά τους όργανα είναι μυζητικά και διαμορφωμένα σε σαρκώδη προβοσκίδα· αυτό το χαρακτηριστικό τα ξεχωρίζει από τα μαλλοφάγα (ψείρες των πτηνών και των θηλαστικών, όχι όμως και του ανθρώπου) που έχουν μασητικά στοματικά όργανα. Εκτός από την ενοχλητική φαγούρα και τον ερεθισμό του δέρματος που προκαλούν με το ρύγχος τους και με τα καμπυλωτά νύχια με τα οποία είναι εξοπλισμένα τα πόδια τους, οι ψείρες μπορεί να γίνουν επικίνδυνες γιατί μεταδίδουν τον παθογόνο παράγοντα του εξανθηματικού τύφου.
Dictionary of Greek. 2013.